- πεῖσιν
- πεῖσιςaffectionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πεῖσιν — Πείσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσις — (I) ἡ, Α 1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.) 2. στον πληθ. αἱ πείσεις μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα τού ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις τής ψυχής», Φίλ.).… … Dictionary of Greek